- γναπταὶ
- γνα<π>ταὶ ἀκταί,A curving beach, Hsch.; γναπτὰς ἕλικας· τὰ καμφθέντα φελλία, Id.; cf. γναμπτός. [full] γνάπτω, = γνάμπτω, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.